Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012


Στη λεωφόρο της ελπίδας
Τα βήματα σου παραπαίουν, 
τα δάχτυλα σου ψηλαφούν
ένα αόρατο κορμί, φωνάζει:
Τί νιώθεις;

Οι ημέρες, απλώνονται, κάτω από τον ήλιο
Κανείς δεν είναι γεννημένος, 
κανείς δεν πεθαίνει, 
κανείς δεν αγαπά, 
κανείς δε κλαίει
περιμένουμε να δούμε. 
Μη μ’ αφήνετε να πιω, 
μη μ’ αφήνετε να οδηγήσω.
Σκέφτεσαι!

Είσαι σαν τα σύννεφα στην πόλη σου
Απλά μεγαλώνεις και τριγυρίζεις
βρέχεις αρμύρα απ' τα μάτια σου
Φουρτούνα, ξαστεριά
Αφήστε με να πιω, αφήστε με να οδηγήσω
Στη λεοφόρο της ελπίδας,
τα φώτα που μένουν πάντα ανοιχτά
είναι εκείνα της καρδιάς.

Εμμανουήλ Λ.

Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2012


Η γειτονιά που θα 'θελα να μένω, δεν έχει αυτοκίνητα, ούτε λεωφόρους. 
Έχει δρόμους λιθόστρωτους και καντούνια και αυλάκια να κυλάει το νερό. Έχει γιαγιάδες να πλάθουν το προζύμι και μανάδες να παίρνουν τον κατήφορο στη χώρα. Μπαμπάδες να ποτίζουν τα λουλούδια, λουλούδια παντού θεοφώτιστα χρώματα να σου γεμίζουν τον ουρανό. 
Στη γειτονιά που θα 'θελα να μένω, δεν υπάρχουν τσιμεντένιες πολυκατοικίες, ούτε μπαλκόνια που μαυρίζουν από τη σκόνη. 
Έχει σπίτια παλιά, πέτρινα και πόρτες ξύλινες κι οι νοικοκυρές ψήνουνε στη γάστρα και στο τζάκι και τη ξυλόσομπα. Τα παραθύρια κοιτάνε την ανατολή και φως πλυμμηρίζει το δώμα μαργαριταρένιο, αχνοσκότεινο. Έχει παιδιά που δε ξέχασαν να τρέχουν, να φωνάζουν, να πέφτουν κάτου να χτυπάνε, γυρνώντας πίσω στη μαμά πρησμένα απ' το κλάμα. Έχει παιδιά που δε ξέχασαν να παίζουν, δε ξέχασαν να ερωτεύονται...

Εμμανούηλ Λ.