Στη λεωφόρο της ελπίδας
Τα βήματα σου παραπαίουν,
τα δάχτυλα σου ψηλαφούν
ένα αόρατο κορμί, φωνάζει:
Τί νιώθεις;
Οι ημέρες, απλώνονται, κάτω από τον ήλιο
Κανείς δεν είναι γεννημένος,
κανείς δεν πεθαίνει,
κανείς δεν αγαπά,
κανείς δε κλαίει
περιμένουμε να δούμε.
Μη μ’ αφήνετε να πιω,
μη μ’ αφήνετε να οδηγήσω.
Σκέφτεσαι!
Είσαι σαν τα σύννεφα στην πόλη σου
Απλά μεγαλώνεις και τριγυρίζεις
βρέχεις αρμύρα απ' τα μάτια σου
Φουρτούνα, ξαστεριά
Αφήστε με να πιω, αφήστε με να οδηγήσω
Στη λεοφόρο της ελπίδας,
τα φώτα που μένουν πάντα ανοιχτά
είναι εκείνα της καρδιάς.
Εμμανουήλ Λ.