Το συγκεκριμένο ποίημα γράφτηκε στις 07/08/1928 από τον Ναπολέων Λαπαθιώτη. Το ποίημα έχει ακροστιχίδα και σχηματίζει το όνομα «Κώστας Γκίκας» που ήταν η μεγάλη αγάπη του ποιητή. Αργότερα μελοποιήθηκε από τον Νίκο Ξυδάκη και το τραγούδησε με υπέροχο τρόπο η Ελευθερία Αρβανιτάκη.
Καημός αλήθεια να περνώ, του έρωτα πάλι το στενό
Ωσπου να πέσει η σκοτεινιά μια μέρα του θανάτου.
Στενό βαθύ και θλιβερό που θα θυμάμαι για καιρό
Τι μου στοιχίζει στην καρδιά το ξαναπέρασμα του.
Ας είν’ ωστόσο, τι ωφελεί γυρεύω πάντα το φιλί
Στερνό φιλί, πρώτο φιλί και με λαχτάρα πόση.
Γυρεύω πάντα το φιλί αχ, καρδιά μου, που μου το ‘τάξανε πολλοί
Κι όμως δε μπόρεσε κανείς, ποτέ να μου το δώσει.
Ίσως μια μέρα όταν χαθώ γυρνώντας πάλι στο βυθό
Και με τη νύχτα μυστικά γίνουμε πάλι ταίρι
Αυτό το ανεύρετο φιλί που το λαχτάρησα πολύ
Σαν μια παλιά της οφειλή να μου το ξαναφέρει.
Ερωτικά απογοητευμένος και θλιμμένος ο μεγάλος ποιητής του Μεσοπολέμου, συνέθεσε αυτό το γεμάτο ευαισθησία ποίημα για τον αγαπημένο του Κώστα Γκίκα, το 1928.
Ο Κώστας Γκίκας από το Μενίδι, υπήρξε ο μεγάλος έρωτάς του.
Πολυσυζητημένος, ο Λαπαθιώτης, – όχι τόσο για το αριστουργηματικό έργο του, όπως θα έπρεπε – αλλά γιατί με τη ζωή του προκάλεσε τη συντηρητική κοινωνία της εποχής κι ας ήταν πάντα διακριτικός, κλεισμένος στον εαυτό του και συγκρατημένος, μέχρι τη στιγμή της αυτοκτονίας του, το 1944.
Ήταν ωστόσο αδιανόητο για την υποκριτική μεσοπολεμική Αθήνα, να δεχθεί έναν λογοτέχνη που συγκέντρωνε στο πρόσωπό του όλα όσα ήταν απαγορευμένα δια ροπάλου:
Ήταν άθεος, κομμουνιστής, ομοφυλόφιλος και ναρκομανής.