Παρασκευή 10 Ιουλίου 2015

Κωλοφωτιές

Έπεφτε ο ουρανός κάτω
Όλα τα 'χαμε στα πόδια μας
Τα κλειστά άνθη της ημέρας
Τη μυρωδιά της νύχτας
Και ένα σ' αγαπώ που έφεγγε
Μονάχο σ' ένα τοίχο
Κι ένα δάκτυλο που έφεγγε
από το φωσφορίζον μελάνι

Ένα σκουριασμένο σταυρό
Που προσπαθούσαμε να ξεθάψουμε 
Ένα είχε γίνει με τη βελανιδιά και τις καλότυχες
Και δεν έλεγε να βγει
Έκλεβαν τάχα τη λαλιά αυτές
Νύμφες της αρχαίας εποχής
Μ' ένα φυτίλι και έναν ήχο απόκοσμο
Σα να χτυπάνε οι Τιτάνες τα χέρια τους
Λαμπάδιαζες τη νύχτα και τις έδιωχνες

Άκουγες το βουητό
Το απάυγασμα των μικροσκοπικών φτερών τους
Ξεχύνονταν κάθε βράδυ
Εκλεκτές κυρίες της σιωπής και του σκότους
Έπιναν μονάχα νέκταρ νυχτολούδο
Ποτό της νεραϊδοχώρας

Όμως χαθήκανε τον Αύγουστο
Δε γεμίζουν φώς τα άδεια βάζα
Ούτε κρυφτό στο πέρα μαχαλά παίζουν
Μονάχα μαντρότοιχους εβάλαν
Τα χώρισαν ωραία
Όλοι χέρι χέρι, κεφάλι κεφάλι
Ο θόλος του γαλαξία έσφιγγε κι αυτός

Δε με παίρνεις τηλέφωνο αγόρι μου
Δεν έρχεσαι...

Δευτέρα 6 Ιουλίου 2015

Κορόιδεμα

Σε είδα στον ξύπνιο μου
Περπατούσες πάλι
Τα βηματάκια σου χτυπούσανε
Σαν οπλές περήφανες
Και ήταν ο ήχος αυτός
Η ύστατη χαρά μου

Στον ύπνο μου
Το κορμί σου έγερνε χωρίς ψυχή, ψυχή μου
Στα χέρια του πατέρα
Με κοίταξες με εκείνο το βλέμμα
Το αγέρωχο κορμάκι σου
Το βάρος του πάνω στο δικό μου
Αχ τί γλυκό βάρος εκείνο θε μου
Που με τσαλαπατούσες και με φίλαγες
Και με 'κανες ότι ήθελες μικρέ μου

Στου Μορφέα την έκσταση και πάλι
Ήρθα να σου πω τα ανέμελα μαντάτα
Μητέρα! Μητέρα! Περπάτησε ο Τζώρτζης
Δεκαοχτώ χρόνια
Με ξύπναγες γιατί βαριόσουνα μονάχος το πρωινό
Κι όταν έφευγα πάλι για τα ξένα, αλίχταγες σα την πανσέληνο
Και τα χρόνια αυτά 
μακάρι να μετρούσανε ανάποδα, ψυχή μου

Με σφιχταγγαλιζες κ φωναζες
Γεμάτη η βαλίτσα, το τραίνο σφηριζε
Πάλι μακριά σου καλέ μου
Αγιογραφεία ζωφερή τα μάτια σου
Και η ρώμη σου αστείρευτη
Κι η λαλιά σου να διώχνει 
Κάθε λογής αγρίμι

Κι ήρθες για δεύτερη φορά

Τώρα πια στον ξύπνιο μου
κι ήσουν θεριό ανήμερο
κόκκινα τα μάτια σαν δαίμονας αλαφιασμένος

Κι η γλύκα σου, εχάθη
Κι η μορφή σου εχάθη

Δε με σφιγχταγκάλιασες πανέμορφέ μου
μείτε ένιωσα τα αναφιλιτά σου

μον' μου χίμηξες, μου 'σκισες τη σάρκα
Με 'κανες μύρια κομμάτια,
και ότι επέμεινε αρμένιζε φλογερό
στον αφρό πάνου σε δεμένα κούτσουρα.


Να έφευγα εγώ θησαυρέ μου και όχι εσύ
Δεύτερη καρδιά μου, μάθε με ξανά να αγαπώ
Ξέχασα μακριά σου (...)

Εμμανουήλ Λ


Τετάρτη 1 Ιουλίου 2015

Πανηγυρικός ΙΙ

   Ένα "όχι", θα πω, απλό, που όμως στα μάτια μου λαμβάνει υπερβατική υπόσταση και ισχύ, ένα "όχι" φόρο τιμής, μιας και τα τρομοφόρα κάδρα, μιλάνε 5 χρόνια μονάχα για αυτό το πράμα - τον φόρο. Ο φόρος ο δικός μου, δεν ξεπληρώνεται με τα χιλιάδες αργύρια, που καρφιτσώσανε σαν πύρινο γάτζο στις κρεαταγορές, οι Τριάκοντα (τύραννοι), σε κάθε τρυφερό βλαστάρι, που αντικρίζει τον χρυσάνθεμο ήλιο. Γιατί ο φόρος αυτός, έχει ψυχή - κάποιοι λένε δε μπορείς να την σκοτώσεις.

   Όχι μονάχα γιατί έχω μέσα μου την αντίδραση, που την έχω - όπως γνωρίζετε η αντίδραση, είναι η έμφυτη τάση προς ελευθερία, αλλά, παίρνω τούτη 'δω την απόφαση συνειδητά, για να προσδώσω φόρο τιμής, σε όλους εσάς που μου δώσατε έστω και τη μνησικακία σας και όλα αυτά τα αρνητικά σας συναισθήματα. Δίχως αυτά, δε θα 'μουν εγώ. Για σας είναι το "όχι".

   Το "όχι" αυτό διαπερνά όλες τις αψίδες του θριάμβου, σαν μυστήρια αφαιμακτική αντάρα, όχι έφιππο, αλλά γυμνό και ξυπόλητο, γιατί προηγουμένως πέρασε από τη μεγάλη πορτάρα της ακροπόλεως και μάτωσε στις φραγκοσυκιές της Σπιναλόγκα. Το δικό μου "όχι" συναντά όλες τις τυμπανοκρουσίες και τους θυρεούς, τα φλάμπουρα και τα μπαϊράκια στο βουνό και τις παντιέρες στα νησιά και σβίνει στον ήχο της βροχής στο τσιμέντο που ξαναλιώνει και φτιάχνει αγάλματα αεικίνητα με τη μορφή μου και τη μορφή σου.

   Για σενα λοιπόν μητέρα που αφοσιώθηκες και θυσιάσες τα πάντα, για να χεις τα πάντα, για 'σένα πατέρα που κόπιασες και ίδρωσες, και με 'σπειρες, για να 'μαι εδώ. Για 'σενα άγνωστε και γνωστέ, που πάλευες τον αδερφό σου - τί τάχα μου κατάλαβες; Για 'σένα παππού που το δάκρυ σου γέννησε την συκιά. Ακόμα βαστώ τη φυσαρμόνικά σου. Για 'σένα δάσκαλε της τέχνης, καθηγητή μου στο ναό της σοφίας, μέσα σ' αυτά τα πελώρια τείχη, πέτρα πέτρα, πλίνθο, πλίνθο, σε γκρεμνίζουν. Για σένα φίλε εγκάρδιε και για σένα φίλε χαμμένε από τα παλιά, που πάντα θα τριγυρνάς κουτσός και καλοσυνάτος, στις ξεροληθιές του μυαλού μου. Για σας είναι το "όχι".

   Γιατί είναι δουλεία σου ξαναφωνάζω, να υπηρετείς αξίες που είναι έξω από τη συνειδησή σου. Είναι δουλεία να σκίβεις το κεφάλι στο άδικο, σ' αυτό που δε πιστεύεις. Αυτές λοιπόν τις αξίες θα σου ξαναειπώ να τις κάψεις! Κι αν δακροφορεμένος με ρωτήσεις τι θα γίνει μετά, θα σου 'πω μη σε νοιάζει! Αν δε τις κάψεις, δε θα χρειαστεί ποτέ να νοιαστείς για το τί θα γίνει μετά! Άμα τις κάψεις όμως, τυχερέ μου, έχεις καιρό να νοιαστείς, έστω λίγο πρωτού πεθάνεις.


   Για 'σένα τυχαία ερωμένη, που μου δειξες τι θα πει να ζεις την ελευθερία μέσα από τα κιγκλιδώματα της σιωπής και της ερυθράς χαρμολύπης. Και προπαντώς για σένα ιδιαίτερη και μονάκριβή ερωμένη μου, που μου 'μαθες πως να διαβαίνω τη γλώσσα της αλήθειας, όταν τα φώτα του κόσμου σβίνουν και μιλούν μονάχα τα κορμιά, συλλαβιστά, ταιριαστά, το 'να πλάι στ' άλλο. Για 'σένα στάχυ μου, κάποτε θα φυτρώσεις. Για 'σένα λέω "όχι", όχι για 'μένα...

    

Εμμανουήλ Λ.